- προσατενίσας
- προσατενίσᾱς , πρόσ-ἀτενίζωlook intentlyaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσατενίζω — Α βλέπω ατενώς προς κάτι («τῇ τοῡ Παύλου εἰκόνι προσατενίσας», Ιωάνν. Χρυσ.) … Dictionary of Greek